- αραδαριά
- η , αραδαριό τό 1. ряд (овощной, фруктовый и т. п.);2. επίρρ. 1) рядами; 2) подряд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραδαριά — η (Μ ἀραδαριά) [αραδάρης] 1. τακτοποίηση σε μια γραμμή 2. (ως επίρρ.) αλλεπάλληλα … Dictionary of Greek